- τριετήρης
- τρῐετ-ήρης, ες,A = τριέτης, in his third year, prob. = μικιζόμενος, IG5(1).1120 (Geronthrae, v. B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριετήρης — ες, Α αυτός που γίνεται κατά τον τρίτο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριετής + κατάλ. ήρης (Ι), πρβλ. χαλκ ήρης] … Dictionary of Greek